- ὀφειλομένου
- ὀφείλω-IGpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek
προκαταβολή — η, ΝΑ [προκαταβάλλω] καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή νεοελλ. 1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε») 2. το μέρος τού οφειλόμενου χρηματικού… … Dictionary of Greek
τιμογραφία — ἡ, Α [τιμογραφῶ] ο προσδιορισμός τής χρηματικής δόσης που πρέπει να καταβληθεί ή η εκτίμηση οφειλόμενου χρέους … Dictionary of Greek